Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ

Εικόνα μαγική! Το πέταγμά σου
συντονισμένο
στους χτύπους της καρδιάς
του διπλανού σου!


Πόσο πιο πέρα να τραβήξω;

Όσο μπορείς ή πιο σωστά 
όσο μπορείς και δεν μπορείς ακόμα!

Μα θα με κάψει ο ήλιος, δεν το βλέπεις;

Μα σ' έχει κάψει προ πολλού και σε φωτίζει.
Τη δύσκολη πορεία έχεις διαλέξει
τη δύσκολη και φωτεινή συνάμα!
Μαζί σου στης χαράς σου το ταξίδι,
σε καμαρώνω και σε λατρεύω!

Κερδίζεις τη ζωή σου, αγαπώντας!!!

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Γενέθλια! συμμάζεμα του νου,
είναι και θύμισες παλιές είναι και πάθος,
είν' ο κρυφός καημός του δειλινού,
είν' ενδοσκόπηση, πού έκανα το λάθος;

Γενέθλια!  ευχές απ' την καρδιά,
συγκίνηση κι αγάπη μου χαρίζουν,
θα τις  κρατώ βαθιά, ωραία σοδειά,
στα δύσκολα καλά να με στηρίζουν!

Γενέθλια! ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
και μια πλατιά αγκαλιά για τον καθένα,
ν΄αντιγυρίσω τόση αγάπη δε βαστώ...
Και τα δικά σας χρόνια ευτυχισμένα!!!

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013


Καληνύχτα Ελλάδα
Από τα μεσάνυχτα δεν πληρώνω ΕΡΤ. Θα πληρώσω όσο και όποτε μου πουν οι εξυγιαντές μου. Κάποτε την εξυγίανση την έλεγαν τοποθέτηση στο γύψο...
Ερώτημα: Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου που αφορά στην ΕΡΤ, αφορά και στο κανάλι της Βουλής; Ή εκεί έχει επιτευχθεί εξορθολογισμός και εξυγίανση και ως προς τον αριθμό των απασχολούμενων και ως προς τον τρόπο πρόσληψής τους και ως προς το μέγεθος των αμοιβών τους; Αν η απάντηση είναι αρνητική, φοβούμαι ότι η υποκρισία υπερεπερίσσευσε!!
Εκτός αν στο κανάλι της Βουλής δεν απαιτείται πράξη νομοθετικού περιεχομένου για την εξυγίανσή του, και γι' αυτό και δεν έχει γίνει τίποτα μέχρι τώρα!  Εδώ δεν έχουν εφαρμόσει ακόμα την απόφαση κόλαφο της ολομέλειας του ελεγκτικού συνεδρίου για τις παχυλές συντάξεις των υπαλλήλων της Βουλής!!!
Εξάλλου, αν δεν απατώμαι, οι εκάστοτε διευθυντές της ΕΡΤ με τους παχυλότατους μισθούς τους είναι διορισμένοι από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Ίσως μεταξύ των υπαλλήλων των κομμάτων δεν έχει βρεθεί ακόμα κατάλληλος για να προχωρήσει στην εξυγίανση της ΕΡΤ. Εξυγίανση που ποτέ δεν πρόκειται να έρθει με τους ανεπαρκέστατους, ανακόλουθους και μονίμως  εξαπατώντες  κυβερνήτες μας…
Είναι τραγικό να βλέπεις τους κατ' επάγγελμα αυθαιρετούντες, να επικαλούνται τα ερείπια που αυτοί δημιούργησαν, για να καταστρέψουν  ό,τι πολύτιμο απέμεινε σ' αυτόν τον τόπο...
Προς το παρόν αρκούμαι να βλέπω  τη μαύρη οθόνη της δημοκρατίας μας… Καληνύχτα Ελλάδα!

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Τέλος
Α΄Δημοτικού.   Στου ξέγνοιαστου ουρανού μου το γαλάζιο ούτε ένα συννεφάκι. Του Αναγνωστικού μου  τις σελίδες γύριζα. Μαζί και τις σελίδες της ζωής. Η κάθε του σελίδα κι ένας κόσμος. Ένας τρελός χορός από γράμματα, από λέξεις και προτάσεις. Και στο μυαλό μου έφτιαχνα εικόνες. Εικόνες μαγικές, ονειρεμένες. Ταξίδευα… Πιο σύντομο ταξίδι δεν  υπήρξε. Και φτάσαμε στην τελευταία του σελίδα. Με την Άννα να γράφει στον πίνακα: Τέλος.
Ο ήλιος του καλοκαιριού σ' άλλα ταξίδια τράβαγε το νου. Η αγκαλιά της θάλασσας, το παιγνίδισμα των κυμάτων, οι σκανταλιές στο σπίτι του παππού - σ' αυτές ξεπερνούσα το Γιώργο, τον αδερφό μου, ήμουν καλύτερος - , το πρόσωπο χωμένο σε μια φέτα καρπούζι, η βόλτα με το Σουρίλα, το συμπαθητικό γαϊδαράκο, το απλωμένο χέρι της Μαριάνθης, της ξαδερφούλας, μέχρι να συναντήσει το δικό μου και χέρι χέρι περπατώντας  και τραγουδώντας μέχρι την παραλία.  Πολύς δρόμος  κάτω από τον καυτό ήλιο. Στάση στις μουριές. Γευόμαστε τους καρπούς   και συνεχίζαμε. Χωμένοι στην άμμο ανακαλύπταμε τον κρυμμένο θησαυρό.  Κι ύστερα χανόμαστε στο θαλασσί της θάλασσας. Οι μέρες όμως δεν περιμένουν. Η ώρα της επιστροφής. Καλοκαίρι : τέλος.
Η επόμενη χρονιά στο σχολείο πέρασε  γρήγορα. Ο παππούς και η γιαγιά  στο χωριό μάς περιμένουν. Όμως, πολύ  περίεργο αυτό το καλοκαίρι. Σκοτεινιασμένα πρόσωπα. Κάτι δεν πάει καλά.  Όλοι οι μεγάλοι νοιασμένοι. Ο θείος και η θεία μου πολύ νοιασμένοι. Τη Μαριάνθη δεν τη βρίσκω στο δρομάκι.  Είναι στο κρεβάτι. Λίγο χλωμή, αλλά χαρούμενη και γελαστή.  "Τρύπιο το μανίκι σου και κουτσουλιά στη μύτη σου!" το καλωσόρισμα. Πλαισιωμένη με στοίβες κλασσικά εικονογραφημένα και Μίκυ Μάους. Κάτι άρπαξε τ' αυτί μου απ' τις κουβέντες των μεγάλων. "Συγγενής καρδιοπάθεια". Δεν καταλαβαίνω. Η θάλασσά μου εκείνο το καλοκαίρι θα ‘ταν το δωμάτιο της Μαριάνθης. Κολυμπούσαμε μέσα στα περιοδικά. Η σκανταλοπαρέα του χωριού ας περιμένει… Τα λόγια μετρημένα. Κουράζεται όταν μιλάει πολύ. Μου εξομολογήθηκε το όνειρό της. Σαν μεγαλώσει θα γίνει νοσοκόμα, μου  είπε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Ο χρόνος όμως αδυσώπητος τρέχει. Βιάζεται να μας πάει πού; Επανακάμπτουμε στο κλεινόν άστυ. Πάει και τούτο το καλοκαίρι. "Τρέξτε να αποχαιρετήσετε την ξαδερφούλα σας. Μπορεί να μην την ξαναδείτε!"  Ποτέ δεν έπαιρνα στα σοβαρά αυτά που λέγαν οι μεγάλοι. Άσ΄ τους. Αυτοί ζούνε μόνο με το μυαλό τους, έλεγα. Και πίσω από τα λόγια τους πάντα η απειλή… Δεν τους έδωσα τη δέουσα σημασία. Κι όμως, ο αποχαιρετισμός εκείνος έμελλε να ‘ναι ο τελευταίος. Παρέα  με τη Μαριάνθη: τέλος.
Αυτό δεν ήταν συννεφάκι, νέφος ήταν. Πώς σκοτεινιάζει ο ουρανός από τη μια στιγμή στην άλλη!  Πώς τα όνειρα παίρνουν την κατρακύλα! Και πώς διαχειρίζεσαι ένα τέτοιο τέλος;
Μάνταλο έβαλα στην πόρτα της καρδιάς και σύρτη. Και μέσα στο σκοτάδι το πηχτό μπορούσα να τη δω να μου γελάει.  Μου ερχόντουσαν στο νου πειράγματα πολλά, δεν κάκιωνε μαζί μου μα γελούσε.  Γελούσε κι άλλαζε η εικόνα της, μεγάλωνε κι ομόρφαινε πολύ. Μα τόσο εύκολο είναι να σε κάνω ευτυχισμένη; τη ρωτούσα. Κι αυτή γελούσε. Ένα πηγαίο γέλιο κελαρυστό, σαν δροσερής πηγής τραγούδι. Κι άρχιζε τότε απ' τις χαραμάδες της καρδιάς σιγά σιγά να μπαίνει φως.
Ξαστέρωσε... Διάλεξα  ένα αστέρι. Αυτό τ' αστέρι είσαι εσύ, της είπα. Κι εκείνο άρχισε  ν' αναβοσβήνει. Πλάκα μου κάνει, σκέφτηκα. Την άλλη μέρα με δυσκολία το βρήκα και μετά  το έχασα. Διάλεξα ένα άλλο. Κι αυτό αναβοσβήνει. Όλα αναβοσβήνουν, παρατήρησα. Και ξαφνικά γέμισε ο ουρανός  γελαστά  πρόσωπα παιδικά, σαν αστεράκια που αναβοσβήνουν.
Κι ονειρεύτηκα… Ένας καινούριος κόσμος με όλα τα πρόσωπα χαρούμενα κι ευτυχισμένα, πρόσωπα αληθινά, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας, επίδειξης, μιζέριας. Πρόσωπα ισότιμα, που να τα δένει κάτι σταθερό, κάτι έξω από σκοπιμότητες, έξω απ' το χρόνο. Πρόσωπα παιδικά, που θα ‘χουν διώξει τον κόσμο των μεγάλων. Από την άλλη μέρα το πρωί βάλθηκα να τα ζωγραφίζω. Κηρομπογιές, φωτεινά χρώματα, καθόλου γκρι ή μαύρο. Το αποτέλεσμα δεν μου άρεσε. Δεν μπορώ με τις μπογιές ν' αλλάξω τον κόσμο, σκέφτηκα. Κάτι σαν δάσκαλος; Ίσως,,,
Οκτώ χρονών ονειρεύτηκα να γίνω δάσκαλος…
Κι αν δεν αλλάξω τον κόσμο, τουλάχιστον ν' αλλάξω τον εαυτό μου, σκεφτόμουν μετά από χρόνια. Εξάλλου αλλάζοντας τον εαυτό μου αλλάζω και τον κόσμο, μια και θα τον βλέπω αλλιώς...


Το κάθε τέλος κουβαλάει ένα φορτίο αναμνήσεων, πολλές φορές με υπαρξιακό βάρος δυσβάστακτο. Κι ενώ αφήνει πίσω μια μελαγχολία, σηματοδοτεί  ταυτόχρονα μιαν αρχή!